- αγριόδεντρο
- τοτο άγριο δέντρο (σε αντίθεση μ' αυτό που καλλιεργεί ο άνθρωπος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριόδεντρο — Κοινή ονομασία του φυτού γλαύκιο το ξανθό της οικογένειας των παπαβεριδών. Είναι διετής πόα, λεία, ύψους 30 70 εκ., με φύλλα γλαυκού χρώματος και άνθη μεγάλα, χρυσοκίτρινα. Ο καρπός της είναι κάψα, λεία, στενή και μακριά. Είναι αυτοφυής σε εδάφη… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek